αναζωπυρώ

αναζωπυρώ
(ε) μετ.
1) прям. , перен. разжигать, раздувать; 2) возвращать, снова вселять (веру, мужество), воодушевлять, ободрять;

αναζωπυρώ τό φρόνημα τού στρατού — поднимать боевой дух армии


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναζωπυρώ" в других словарях:

  • προσαναζωπυρώ — έω, Μ αναζωπυρώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναζωπυρῶ «ξανανάβω, κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί»] …   Dictionary of Greek

  • αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναζωπύρησις — ἀναζωπύρησις ( εως), η (ΑΜ) [ἀναζωπυρῶ ( έω)] βλ. αναζωπύρωση …   Dictionary of Greek

  • αναζωπύρωση — η (ΑΜ ἀναζωπύρωσις καί ησις) [ἀναζωπυρῶ] αναζωογόνηση, ανάκτηση δυνάμεων, τόνωση, ξαναζωντάνεμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»