προσαναζωπυρώ — έω, Μ αναζωπυρώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναζωπυρῶ «ξανανάβω, κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί»] … Dictionary of Greek
αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω … Dictionary of Greek
αναζωπύρησις — ἀναζωπύρησις ( εως), η (ΑΜ) [ἀναζωπυρῶ ( έω)] βλ. αναζωπύρωση … Dictionary of Greek
αναζωπύρωση — η (ΑΜ ἀναζωπύρωσις καί ησις) [ἀναζωπυρῶ] αναζωογόνηση, ανάκτηση δυνάμεων, τόνωση, ξαναζωντάνεμα … Dictionary of Greek